- ακεραμίδωτος
- -η, -ο [κεραμιδωτός]ο ακεράμωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακεραμίδωτος — ακεραμίδωτος, η, ο και ακεράμωτος, η, ο 1. χωρίς κεραμίδια: Το σπίτι είναι ακεράμωτο. 2. χωρίς στέγη, χωρίς σπίτι, άστεγος: Κοντά στα άλλα ήταν κι ακεραμίδωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)